- φωλίτσα
- η, Ν [φωλιά]1. υποκορ. μικρή φωλιά2. μτφ. απόκρυφο, απόμερο καταφύγιο («ερωτική φωλίτσα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
φωλίον — τὸ, Α [φωλεός / φωλεά] υποκορ. μικρή φωλιά, φωλίτσα … Dictionary of Greek